ρήμα “hire”
απαρέμφατο hire; αυτός hires; αόριστος hired; μετοχή αορ. hired; μετοχή ενεστ. hiring
- προσλαμβάνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We decided to hire a new chef for our restaurant.
- πληρώνω (για να προσφέρει κάποιος μια συγκεκριμένη υπηρεσία)
We decided to hire a magician for the birthday party.
- νοικιάζω
For the weekend party, they hired a sound system to ensure the music was loud enough for everyone to enjoy.
ουσιαστικό “hire”
ενικός hire, πληθυντικός hires ή μη μετρήσιμο
- νέος υπάλληλος
The company welcomed ten new hires at the orientation session today.
- νοίκι
We paid the hire for a beach umbrella to use for the day.