·

gnarled (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
gnarl (ρήμα)

επίθετο “gnarled”

βασική μορφή gnarled (more/most)
  1. στριφτός (για δέντρο)
    The old, gnarled oak tree stood proudly in the middle of the field, its twisted branches reaching out like ancient arms.
  2. παραμορφωμένος (για άτομο ή μέρος του σώματος)
    The old man's gnarled fingers struggled to hold the delicate teacup.