·

futurist (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “futurist”

ενικός futurist, πληθυντικός futurists
  1. φουτουριστής (κάποιος που μελετά και προβλέπει πώς μπορεί να είναι το μέλλον)
    The futurist gave a fascinating talk about how technology will shape our lives in the next 20 years.
  2. φουτουριστής (καλλιτέχνης)
    The exhibition features works from Italian futurists of the early 20th century.

επίθετο “futurist”

βασική μορφή futurist, μη βαθμ.
  1. φουτουριστικός
    The building's design features a futurist aesthetic with sleek lines and metallic finishes.