ουσιαστικό “futurist”
ενικός futurist, πληθυντικός futurists
- φουτουριστής (κάποιος που μελετά και προβλέπει πώς μπορεί να είναι το μέλλον)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The futurist gave a fascinating talk about how technology will shape our lives in the next 20 years.
- φουτουριστής (καλλιτέχνης)
The exhibition features works from Italian futurists of the early 20th century.
επίθετο “futurist”
βασική μορφή futurist, μη βαθμ.
- φουτουριστικός
The building's design features a futurist aesthetic with sleek lines and metallic finishes.