·

forgotten (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
forget (ρήμα)

επίθετο “forgotten”

βασική μορφή forgotten, μη βαθμ.
  1. ξεχασμένος
    The forgotten recipe was discovered tucked away in an old, dusty cookbook.