ρήμα “forget”
απαρέμφατο forget; αυτός forgets; αόριστος forgot; μετοχή αορ. forgotten, forgot us; μετοχή ενεστ. forgetting
- ξεχνώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She forgot her password and couldn't log into her email.
- παραλείπω (λόγω λησμονιάς)
I forgot to lock the door when I left the house this morning.
- αφήνω κάτι κάπου κατά λάθος
She forgot her phone on the restaurant table.