·

flooring (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
floor (ρήμα)

ουσιαστικό “flooring”

ενικός flooring, πληθυντικός floorings ή μη μετρήσιμο
  1. δάπεδο
    They chose hardwood flooring for their new home.