·

existing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
exist (ρήμα)

επίθετο “existing”

βασική μορφή existing, μη βαθμ.
  1. υφιστάμενος (που είναι αυτή τη στιγμή σε ισχύ· τρέχων)
    She wants to improve the existing system rather than creating a new one.