·

endowed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
endow (ρήμα)

επίθετο “endowed”

βασική μορφή endowed (more/most)
  1. ευδαιμονισμένος, εφοδιασμένος
    The hospital was well-endowed with the latest medical equipment, ensuring high-quality patient care.
  2. χρηματοδοτούμενος (με ένα οικονομικό ποσό για συγκεκριμένο σκοπό)
    She was honored to hold the endowed professorship that supported her research in environmental science.