·

spending (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
spend (ρήμα)

ουσιαστικό “spending”

ενικός spending, πληθυντικός spendings ή μη μετρήσιμο
  1. δαπάνες
    Government spending on education has increased this year.
  2. έξοδα (συγκεκριμένο ποσό)
    Their vacation spendings were higher than expected.