·

spend (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “spend”

απαρέμφατο spend; αυτός spends; αόριστος spent; μετοχή αορ. spent; μετοχή ενεστ. spending
  1. ξοδεύω (χρήματα)
    She spends most of her salary on rent and food.
  2. περνώ (χρόνο)
    We spent the whole evening watching movies.
  3. καταναλώνω (ενέργεια ή πόρους)
    The car spends a lot of fuel during long trips.

ουσιαστικό “spend”

ενικός spend, πληθυντικός spends ή μη μετρήσιμο
  1. δαπάνη
    The marketing spend this quarter exceeded their projections.