ρήμα “spend”
απαρέμφατο spend; αυτός spends; αόριστος spent; μετοχή αορ. spent; μετοχή ενεστ. spending
- ξοδεύω (χρήματα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She spends most of her salary on rent and food.
- περνώ (χρόνο)
We spent the whole evening watching movies.
- καταναλώνω (ενέργεια ή πόρους)
The car spends a lot of fuel during long trips.
ουσιαστικό “spend”
ενικός spend, πληθυντικός spends ή μη μετρήσιμο
- δαπάνη
The marketing spend this quarter exceeded their projections.