ουσιαστικό “baby”
ενικός baby, πληθυντικός babies
- μωρό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She cradled the baby in her arms and sang a lullaby.
- μωρό (ζώο)
The mother duck led her babies to the pond.
- μικρότερο μέλος
Being the baby of the family, he always gets his way.
- μωρό μου
Don't worry, baby, everything will be fine.
- μπέιμπι (όρος που χρησιμοποιείται για να απευθυνθείς σε κάποιον ελκυστικό)
Hey baby, interested in a dance?
- δημιούργημα
The garden is his baby; he spends hours tending to it.
- μωρό (ανώριμο άτομο)
Stop being a baby and try the roller coaster.
- αρχάριος
As a baby in the world of finance, she had a lot to learn.
επίθετο “baby”
baby, συγκρ. babier, υπερθ. babiest
- μικροσκοπικός
The farmer harvested baby carrots for the gourmet market.
ρήμα “baby”
απαρέμφατο baby; αυτός babies; αόριστος babied; μετοχή αορ. babied; μετοχή ενεστ. babying
- κακομαθαίνω
She babies her younger brother, doing everything for him.
- περιποιούμαι υπερβολικά
He spent hours babying his garden to keep it perfect.