επίθετο “German”
βασική μορφή German, μη βαθμ.
- γερμανικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The German wine we tasted had a unique and delightful flavor.
- γερμανικός (γλώσσα)
I can't read a German book without a dictionary.
ουσιαστικό “German”
ενικός German, πληθυντικός Germans ή μη μετρήσιμο
- Γερμανός
My friend Hans is a German who moved to the United States last year.
- Γερμανός (από γερμανική φυλή)
The ancient Germans often clashed with the Roman legions along the empire's borders.
Κύριο Όνομα “German”
- Γερμανικά
Many people in Switzerland speak German as their mother tongue.
- επώνυμο
Mr. German won the award for best teacher this year.