·

German (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, Κύριο Όνομα

επίθετο “German”

βασική μορφή German, μη βαθμ.
  1. γερμανικός
    The German wine we tasted had a unique and delightful flavor.
  2. γερμανικός (γλώσσα)
    I can't read a German book without a dictionary.

ουσιαστικό “German”

ενικός German, πληθυντικός Germans ή μη μετρήσιμο
  1. Γερμανός
    My friend Hans is a German who moved to the United States last year.
  2. Γερμανός (από γερμανική φυλή)
    The ancient Germans often clashed with the Roman legions along the empire's borders.

Κύριο Όνομα “German”

German
  1. Γερμανικά
    Many people in Switzerland speak German as their mother tongue.
  2. επώνυμο
    Mr. German won the award for best teacher this year.