·

encouraging (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
encourage (ρήμα)

επίθετο “encouraging”

βασική μορφή encouraging (more/most)
  1. ενθαρρυντικός
    Despite the challenging circumstances, her encouraging smile gave me the confidence to continue.