ρήμα “encourage”
απαρέμφατο encourage; αυτός encourages; αόριστος encouraged; μετοχή αορ. encouraged; μετοχή ενεστ. encouraging
- ενθαρρύνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
My teacher encouraged me to keep trying, even after I failed the test.
- συστήνω
The city encourages the drivers to drive safely.
- υποστηρίζω (ή προάγω, ανάλογα με το συγκείμενο)
The company encourages innovation by funding research and development projects.