·

deployment (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “deployment”

ενικός deployment, πληθυντικός deployments ή μη μετρήσιμο
  1. ανάπτυξη
    The general ordered the deployment of troops along the river to prevent the enemy from crossing.
  2. εφαρμογή (στο πλαίσιο της αξιοποίησης πόρων ή ανθρώπινου δυναμικού)
    The successful deployment of new technology in the classroom enhanced the learning experience for students.
  3. ανάπτυξη (στο πλαίσιο της πληροφορικής)
    After months of development, the team celebrated the successful deployment of their new app.