·

careful (EN)
επίθετο

επίθετο “careful”

βασική μορφή careful (more/most)
  1. προσεκτικός
    Please be careful when you cross the icy road.
  2. επιμελής (με προσοχή και ακρίβεια)
    The report was the result of a careful analysis of the data.