·

ω (EN)
ουσιαστικό, σύμβολο

ουσιαστικό “ω”

ενικός ω, omega, πληθυντικός omegas
  1. το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    In learning Greek, he discovered that "ω" is the final letter of the alphabet.

σύμβολο “ω”

ω
  1. (στα μαθηματικά) ένα σύμβολο που αντιπροσωπεύει τον μικρότερο άπειρο τακτικό αριθμό
    In set theory, "ω" denotes the first infinite ordinal, corresponding to the natural numbers.
  2. (στη φυσική) σύμβολο που αντιπροσωπεύει την κυκλική συχνότητα
    The physicist calculated the wave's angular frequency using "ω" in the formula.