edged (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
edge (ρήμα)

επίθετο “edged”

edged, non-gradable
  1. αιχμηρός
    Careful with that knife; it's double-edged and very sharp.
  2. φιλιγκρανωτός (με συγκεκριμένο υλικό ή χρώμα στο τελείωμα)
    She wore a delicate scarf edged with lace.