·

sphere (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “sphere”

ενικός sphere, πληθυντικός spheres ή μη μετρήσιμο
  1. σφαίρα
    A globe is a perfect example of a sphere, with its surface equidistant from the center at all points.
  2. πεδίο (στο πλαίσιο της επιρροής ή δραστηριότητας)
    In the world of fashion, her sphere of influence extends far beyond the runway.
  3. σφαίρα (στο πλαίσιο της παλιάς αστρονομίας)
    In ancient times, people believed that the stars were fixed to invisible spheres that revolved around the Earth.
  4. βασίλειο (στο πλαίσιο της μυθολογίας)
    In ancient mythology, Venus held dominion over the sphere of love and beauty, influencing all within her realm.