επίθετο “earnest”
βασική μορφή earnest (more/most)
- σοβαρός και ειλικρινής· δείχνει βαθιά ειλικρίνεια ή σοβαρότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She made an earnest appeal for donations to the charity.