·

earnest (EN)
επίθετο

επίθετο “earnest”

βασική μορφή earnest (more/most)
  1. σοβαρός και ειλικρινής· δείχνει βαθιά ειλικρίνεια ή σοβαρότητα
    She made an earnest appeal for donations to the charity.