ουσιαστικό “birth”
ενικός birth, πληθυντικός births ή μη μετρήσιμο
- γέννηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The birth of her first child was a moment of unparalleled joy and relief for Maria.
- δημιουργία
The birth of the internet revolutionized how we communicate and access information.
- καταγωγή
Despite her humble birth, she rose to become a respected leader in her community.
ρήμα “birth”
απαρέμφατο birth; αυτός births; αόριστος birthed; μετοχή αορ. birthed; μετοχή ενεστ. birthing
- γεννώ
After hours of labor, she finally birthed a healthy baby girl.
- δημιουργώ
The technological revolution birthed a new era of communication, transforming how we connect with each other.