·

trust account (EN)
φράση

φράση “trust account”

  1. λογαριασμός καταπιστεύματος (ένας λογαριασμός όπου ένας διαχειριστής κρατά και διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία για έναν δικαιούχο)
    The grandparents created a trust account to secure their grandchildren's future education expenses.
  2. λογαριασμός εμπιστοσύνης (ένας λογαριασμός όπου ένας δικηγόρος κρατά χρήματα πελατών για λογαριασμό των πελατών)
    The attorney deposited the settlement money into his trust account until all parties signed the agreement.