ρήμα “delve”
απαρέμφατο delve; αυτός delves; αόριστος delved; μετοχή αορ. delved; μετοχή ενεστ. delving
- σκάβω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The archaeologists delved into the ancient ruins, uncovering artifacts from a bygone era.
- ψάχνω μέσα (σε τσάντα ή δοχείο)
She delved into her purse to find her keys.
- ερευνώ (για πληροφορίες)
To understand his grandfather's past, Jacob delved into old letters and photographs stored in the attic.