επίθετο “steady”
steady, συγκρ. steadier, υπερθ. steadiest
- σταθερός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The ladder was steady as she climbed.
- σταθερός (συνεχής)
The patient showed steady improvement over time.
- αξιόπιστος
She has been a steady friend through good times and bad.
ρήμα “steady”
απαρέμφατο steady; αυτός steadies; αόριστος steadied; μετοχή αορ. steadied; μετοχή ενεστ. steadying
- σταθεροποιώ
He steadied the wobbly table with a folded napkin.
- σταθεροποιούμαι
After a few minutes, his breathing steadied.
ουσιαστικό “steady”
ενικός steady, πληθυντικός steadies
- στήριγμα
The carpenter used a steady to hold the wood in place.
- (ανεπίσημο) σταθερός φίλος ή φίλη
She went to the prom with her steady.
επίρρημα “steady”
- σταθερά
He worked steady through the night to meet the deadline.