·

steady (EN)
επίθετο, ρήμα, ουσιαστικό, επίρρημα

επίθετο “steady”

steady, συγκρ. steadier, υπερθ. steadiest
  1. σταθερός
    The ladder was steady as she climbed.
  2. σταθερός (συνεχής)
    The patient showed steady improvement over time.
  3. αξιόπιστος
    She has been a steady friend through good times and bad.

ρήμα “steady”

απαρέμφατο steady; αυτός steadies; αόριστος steadied; μετοχή αορ. steadied; μετοχή ενεστ. steadying
  1. σταθεροποιώ
    He steadied the wobbly table with a folded napkin.
  2. σταθεροποιούμαι
    After a few minutes, his breathing steadied.

ουσιαστικό “steady”

ενικός steady, πληθυντικός steadies
  1. στήριγμα
    The carpenter used a steady to hold the wood in place.
  2. (ανεπίσημο) σταθερός φίλος ή φίλη
    She went to the prom with her steady.

επίρρημα “steady”

steady (more/most)
  1. σταθερά
    He worked steady through the night to meet the deadline.