·

author (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “author”

ενικός author, πληθυντικός authors
  1. συγγραφέας
    J.K. Rowling is a famous author who wrote the Harry Potter series.
  2. δημιουργός (ιδέας ή σχεδίου)
    She is the author of the new community project that everyone is excited about.

ρήμα “author”

απαρέμφατο author; αυτός authors; αόριστος authored; μετοχή αορ. authored; μετοχή ενεστ. authoring
  1. συγγράφω
    She authored a popular blog about cooking.