·

building (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
build (ρήμα)

ουσιαστικό “building”

ενικός building, πληθυντικός buildings ή μη μετρήσιμο
  1. κτίριο
    The city skyline is filled with tall buildings made of glass and steel.