ουσιαστικό “building”
ενικός building, πληθυντικός buildings ή μη μετρήσιμο
- κτίριο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The city skyline is filled with tall buildings made of glass and steel.