·

manufacturing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
manufacture (ρήμα)

ουσιαστικό “manufacturing”

ενικός manufacturing, μη μετρήσιμο
  1. βιομηχανία
    Manufacturing has moved overseas due to lower labor costs.