·

week (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “week”

ενικός week, πληθυντικός weeks
  1. εβδομάδα
    She started her new job last Monday, so she's been working there for exactly one week today.
  2. εβδομάδα (από Δευτέρα έως Κυριακή ή από Κυριακή έως Δευτέρα)
    I have a doctor's appointment scheduled for the first day of the week, which is Monday.