επίθετο “complimentary”
βασική μορφή complimentary (more/most)
- δωρεάν
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The hotel offers complimentary breakfast to all guests.
- επαινετικός (που εκφράζει θαυμασμό)
She made a complimentary remark about his new haircut.