ρήμα “compare”
απαρέμφατο compare; αυτός compares; αόριστος compared; μετοχή αορ. compared; μετοχή ενεστ. comparing
- συγκρίνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When you compare an apple to an orange, you'll notice they taste quite different.
- παρομοιάζω
Critics often compare the movie's special effects to those seen in a high-budget blockbuster.
- συγκρίνω (στη γραμματική για την κλίση των επιθέτων)
In English, we compared the adjective "fast" as "faster" and "fastest".
- ισούται
My homemade cookies can't compare to my grandmother's recipe.
ουσιαστικό “compare”
ενικός compare, πληθυντικός compares ή μη μετρήσιμο
- σύγκριση
Her singing voice is beyond compare, unmatched by any in the choir.