clocking (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
clock (ρήμα)

ουσιαστικό “clocking”

sg. clocking, pl. clockings
  1. καταγραφή χρόνου προσέλευσης και αποχώρησης
    The company is very strict about the clocking of the employees.