ουσιαστικό “carpet”
ενικός carpet, πληθυντικός carpets ή μη μετρήσιμο
- χαλί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The living room was decorated with a beautiful Persian carpet.
- στρώμα (σαν χαλί)
In autumn, the ground was covered by a carpet of fallen leaves.
- (αργκό, χυδαίο) οι τρίχες του εφηβαίου μιας γυναίκας
He made an inappropriate joke about her carpet.
ρήμα “carpet”
απαρέμφατο carpet; αυτός carpets; αόριστος carpeted; μετοχή αορ. carpeted; μετοχή ενεστ. carpeting
- στρώνω με χαλί
They carpeted the entire house in soft wool.
- καλύπτω (σαν με χαλί)
The hillside was carpeted with wildflowers.