·

held (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
hold (ρήμα)

επίθετο “held”

βασική μορφή held, μη βαθμ.
  1. ελεγχόμενος ή κατεχόμενος, ειδικά σε στρατιωτικό πλαίσιο
    The troops advanced into enemy-held territory.