·

can (EN)
ρήμα, ουσιαστικό, ρήμα

ρήμα “can”

can; αόριστος και υποθετικός could
  1. μπορώ
    He can play the guitar beautifully.
  2. μπορώ
    You can have a cookie after dinner if you eat all your vegetables.
  3. αντιλαμβάνομαι
    Can you see the bird on the windowsill?

ουσιαστικό “can”

ενικός can, πληθυντικός cans
  1. κουτί (συνήθως μεταλλικό)
    She opened a can of soup and poured it into the pot to heat for dinner.
  2. ποτιστήρι
    Every morning, Jenny fills her green watering can to water the flowers in her garden.

ρήμα “can”

απαρέμφατο can; αυτός cans; αόριστος canned; μετοχή αορ. canned; μετοχή ενεστ. canning
  1. κονσερβοποιώ
    After harvesting the peaches, we canned them to preserve their sweetness for the winter months.
  2. διακόπτω (ή απορρίπτω, αναφέρεται στο να απαλλαγούμε από κάτι)
    After reviewing the budget, the manager decided to can the expensive marketing campaign.