·

business account (EN)
φράση

φράση “business account”

  1. επαγγελματικός λογαριασμός (τραπεζικός λογαριασμός που χρησιμοποιείται από μια επιχείρηση για τη διαχείριση των χρημάτων της)
    The small bakery opened a business account to handle its income and expenses separately.
  2. επαγγελματικός λογαριασμός (ένας διαδικτυακός λογαριασμός ή προφίλ που δημιουργείται από μια επιχείρηση σε έναν ιστότοπο ή υπηρεσία)
    They launched a business account on the social media platform to promote their new products.