ρήμα “burgeon”
απαρέμφατο burgeon; αυτός burgeons; αόριστος burgeoned; μετοχή αορ. burgeoned; μετοχή ενεστ. burgeoning
- αυξάνομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
As spring arrived, the tiny buds on the trees began to burgeon, signaling the end of winter.
- βλασταίνω
As spring arrived, tiny buds began to burgeon on the bare branches, signaling the end of winter.