·

boarding (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
board (ρήμα)

ουσιαστικό “boarding”

ενικός boarding, πληθυντικός boardings ή μη μετρήσιμο
  1. επιβίβαση
    The boarding of the plane will begin in ten minutes.
  2. διαμονή (σε οικοτροφείο ή πανσιόν)
    She opted for boarding during her first year at the university.
  3. σανίδωμα
    The old shed was built from weathered boarding.
  4. εμβολισμός
    The pirates prepared for boarding as they closed in on the merchant vessel.
  5. χτύπημα στις σανίδες
    He was sent to the penalty box for boarding.
  6. σκέιτμπορντ (δραστηριότητα)
    They spent the afternoon boarding at the skate park.