·

bluing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
blue (ρήμα)

ουσιαστικό “bluing”

ενικός bluing, blueing, πληθυντικός bluings, blueings ή μη μετρήσιμο
  1. λευκαντικό (για ρούχα)
    To keep my white shirts looking bright, I add a bit of bluing to the wash cycle.
  2. μπλείσμα (για μέταλλα)
    The blacksmith explained that bluing the steel would help prevent it from rusting over time.