·

account balance (EN)
φράση

φράση “account balance”

  1. υπόλοιπο λογαριασμού (ποσό χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό)
    She checked her account balance to see if she could afford the new laptop.
  2. οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού (ποσό οφειλής σε πιστωτικό λογαριασμό)
    He paid off his account balance to avoid interest charges on his credit card.
  3. λογιστικό υπόλοιπο (διαφορά μεταξύ συνολικών πιστώσεων και χρεώσεων)
    The accountant reviewed each account balance before finalizing the financial statements.