·

blued (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
blue (ρήμα)

επίθετο “blued”

βασική μορφή blued, μη βαθμ.
  1. μπλεαρισμένος (μεταχειρισμένος με χημικά για την πρόληψη της σκουριάς και της διάβρωσης)
    The blued steel of the gun barrel resisted rust better than untreated metal.