·

compliance (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “compliance”

ενικός compliance, πληθυντικός compliances ή μη μετρήσιμο
  1. συμμόρφωση
    The company's compliance with environmental regulations was applauded.
  2. τήρηση
    All devices must be in compliance with safety standards.
  3. συμμόρφωση (τμήμα κανονιστικής συμμόρφωσης)
    She was promoted to the compliance team to oversee legal matters.
  4. υποχωρητικότητα
    His compliance made him popular among his colleagues.
  5. (στην ιατρική) ο βαθμός στον οποίο ένας ασθενής ακολουθεί ιατρικές συμβουλές
    The doctor praised her for excellent compliance with the treatment plan.
  6. (στη μηχανική) η ικανότητα ενός υλικού να παραμορφώνεται υπό φορτίο· ευκαμψία
    Engineers tested the compliance of the new bridge materials.