ουσιαστικό “compliance”
ενικός compliance, πληθυντικός compliances ή μη μετρήσιμο
- συμμόρφωση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company's compliance with environmental regulations was applauded.
- τήρηση
All devices must be in compliance with safety standards.
- συμμόρφωση (τμήμα κανονιστικής συμμόρφωσης)
She was promoted to the compliance team to oversee legal matters.
- υποχωρητικότητα
His compliance made him popular among his colleagues.
- (στην ιατρική) ο βαθμός στον οποίο ένας ασθενής ακολουθεί ιατρικές συμβουλές
The doctor praised her for excellent compliance with the treatment plan.
- (στη μηχανική) η ικανότητα ενός υλικού να παραμορφώνεται υπό φορτίο· ευκαμψία
Engineers tested the compliance of the new bridge materials.