·

AI (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “AI”

ενικός AI, πληθυντικός AIs ή μη μετρήσιμο
  1. τεχνητή νοημοσύνη
    The AI in my phone can schedule appointments and set reminders for me.
  2. τεχνητή νοημοσύνη (στα πλαίσια βιντεοπαιχνιδιών)
    I usually play against the AI, because I don't like to feel embarrassed.
  3. επαρκής πρόσληψη
    The nutritionist emphasized the importance of meeting the AI for vitamins to ensure a healthy diet.