·

ν (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “ν”

ν, nu
  1. το 13ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    She studied ancient Greek and learned that ν is pronounced "nu".

σύμβολο “ν”

ν
  1. (φυσική) σύμβολο που αντιπροσωπεύει τη συχνότητα
    In physics class, we learned that ν represents the frequency of a wave.
  2. (φυσική) σύμβολο που αντιπροσωπεύει ένα νετρίνο, στοιχειώδες σωματίδιο
    The scientist detected a neutrino (ν) emitted from the sun.
  3. (δυναμική ρευστών) σύμβολο για την κινηματική ιξώδη, ένα μέτρο της αντίστασης ενός ρευστού στη ροή.
    Engineers calculate the flow rate using ν to represent kinematic viscosity.
  4. (μαθηματικά) μια μεταβλητή που χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύσει βαθμούς ελευθερίας ή άλλες παραμέτρους
    The t-distribution depends on ν, the degrees of freedom.