·

years (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
year (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “years”

years, μόνο πληθυντικός
  1. χρόνια (πολύς καιρός)
    I feel like we've been waiting for years for the bus to arrive.
  2. χρόνια (περίοδος ζωής)
    I had a great time during my Oxford years.