·

worried (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
worry (ρήμα)

επίθετο “worried”

βασική μορφή worried (more/most)
  1. ανήσυχος (για άνδρες), ανήσυχη (για γυναίκες), ανήσυχο (για ουδέτερο)
    Tom is worried he might fail the test because he didn't have enough time to study.