ουσιαστικό “wax”
ενικός wax, πληθυντικός waxes ή μη μετρήσιμο
- κερί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I prefer candles made of natural wax.
- κερί (για γυάλισμα)
He spent the afternoon applying wax to his car to protect the paint.
- κυψελίδα
The doctor advised him to clean the wax from his ears to improve his hearing.
- δίσκος (βινυλίου)
The band decided to release their new album on wax for vinyl enthusiasts.
ρήμα “wax”
απαρέμφατο wax; αυτός waxes; αόριστος waxed; μετοχή αορ. waxed; μετοχή ενεστ. waxing
- κερώ
He carefully waxed the antique table to restore its sheen.
- αποτριχώνω με κερί
Before her vacation, she had her legs waxed at the spa.
- (για το φεγγάρι) να μεγαλώνει
Over the next few nights, the moon waxed until it was full.
- αρχίζω να μιλώ ή να γράφω με συγκεκριμένο τρόπο
At dinner, he waxed nostalgic about his childhood adventures.