·

vivid (EN)
επίθετο

επίθετο “vivid”

βασική μορφή vivid (more/most)
  1. ζωντανός
    I still have vivid memories of the first time I travelled abroad.
  2. έντονος (σε χρώματα)
    The sunset painted the sky in vivid hues of pink and orange.
  3. πλούσια φαντασία (με την έννοια της ικανότητας να φαντάζεται κάτι με λεπτομέρεια)
    With her vivid imagination, she could picture the magical world in the story as if it were real.