ουσιαστικό “fun”
fun, μόνο ενικός αριθμός
- διασκέδαση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Playing board games with friends on a rainy day is always a lot of fun.
επίθετο “fun”
βασική μορφή fun (more/most)
- διασκεδαστικός (που σε κάνει χαρούμενο)
The game was so fun that we didn't want to stop playing.
- ψυχαγωγικός (που είναι σχεδιασμένο για διασκέδαση)
The carnival was so fun with all the rides and games.