·

fun (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “fun”

fun, μόνο ενικός αριθμός
  1. διασκέδαση
    Playing board games with friends on a rainy day is always a lot of fun.

επίθετο “fun”

βασική μορφή fun (more/most)
  1. διασκεδαστικός (που σε κάνει χαρούμενο)
    The game was so fun that we didn't want to stop playing.
  2. ψυχαγωγικός (που είναι σχεδιασμένο για διασκέδαση)
    The carnival was so fun with all the rides and games.