ουσιαστικό “vinegar”
ενικός vinegar, πληθυντικός vinegars ή μη μετρήσιμο
- ξίδι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She added a splash of vinegar to the salad for extra tanginess.