·

villa (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “villa”

ενικός villa, πληθυντικός villas
  1. βίλα
    They rented a villa in Tuscany for their summer holidays.
  2. μονοκατοικία (σε προάστιο)
    They bought a Victorian villa on Elm Street.
  3. έπαυλη (στην αρχαία Ρώμη)
    Archaeologists discovered the ruins of a Roman villa near the river.